Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

ΓΑΙΟΣΚΩΛΗΚΕΣ

Γαιοσκώληκες (Anneliolae)
Η πιο γνωστή οικογένεια γαιοσκωλήκων η οποία απαντά συνηθέστερα στα εδάφη των βόρειων και εύκρατων κλιμάτων, είναι η Lumbricidae. Ο αριθμός τους στο έδαφος καθώς και το βάθος στο οποίο φθάνουν, ποικίλλει πολύ. Και οι δύο παράμετροι εξαρτώνται από την υγρασία και την οργανική ουσία του εδάφους, κυρίως τη μη αποικοδομημένη (Burns και Martin 1986).
Το ασβέστιο, που προέρχεται τόσο από το έδαφος όσο και από την οργανική ουσία, πρέπει να ικανοποιεί ορισμένες βιολογικές ανάγκες των γαιοσκωλήκων λόγω των ειδικών εκκριτικών αδένων ασβεστίου που έχουν. Αυτός είναι πιθανόν και ένας από τους λόγους που οι γαιοσκώληκες είναι ευαίσθητοι σε χαμηλά pH. Επίσης, είναι χαρακτηριστική η αύξηση του πληθυσμού τους σε εδάφη που δέχονται κοπριά, έναντι των εδαφών που δεν δέχονται. Έτσι, στην πρώτη περίπτωση ο αριθμός τους στο έδαφος μπορεί να είναι έως 1000 φορές μεγαλύτερος έναντι της δεύτερης.
Ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζουν τις φυσικές και χημικές ιδιότητες των εδαφών συνίσταται στην κατεργασία ικανού όγκου ανόργανου εδάφους, το οποίο περνά από το πεπτικό τους σωλήνα μαζί με την οργανική ουσία. Έτσι, η οργανική ουσία ενσωματώνεται με το ανόργανο έδαφος, εμπλουτίζεται με διάφορα ιόντα, κυρίως ασβεστίου, αλλά και με διάφορα ένζυμα, απαραίτητα για τις αναγκαίες διεργασίες πέψης και αλλαγμένη εξέρχεται από το πεπτικό σωλήνα των γαιοσκώληκων ως έκκριμα. Tα εκκρίματα αυτά περιέχουν ιόντα Ca και Mg, αλλά και αφομοιώσιμες πλέον μορφές αζώτου και φωσφόρου, καθώς και άλλα θρεπτικά για τα φυτά στοιχεία.
Η ευεργετική δράση των γαιοσκωλήκων οφείλεται επίσης και στη βελτίωση των φυσικών ιδιοτήτων των εδαφών. Επειδή οι γαιοσκώληκες έχουν την ικανότητα να περνούν μέσα από το πεπτικό τους σωλήνα ικανές ποσότητες ανόργανου εδάφους, δημιουργούν ψυχαλωτή δομή, διανοίγουν στοές οι οποίες συμβάλλουν στον καλύτερο αερισμό και τη μεγαλύτερη διαπερατότητα των επιφανειακών οριζόντων, αλλά και μεταφέρουν οργανικά υλικά και άλλους μικροοργανισμούς προς τα κάτω.

ΑΚΤΙΝΟΜΥΚΗΤΕΣ



Οι ακτινομύκητες μοιάζουν τόσο με τους μύκητες όσο και με τα βακτήρια. Έτσι, οι ακτινομύκητες ενώ είναι μονοκύτταροι μικροοργανισμοί όπως και τα βακτήρια, έχουν μυκηλιακές υφές, οι οποίες πολλές φορές διακλαδίζονται, όπως και οι μύκητες. Οι ακτινομύκητες είναι αερόβιοι μικροοργανισμοί, ετερότροφοι - σαπροφυτικοί, ευαίσθητοι σε χαμηλή εδαφική οξύτητα, αλλά αναπτύσσουν δραστηριότητα και σε εξαιρετικά ξηρές συνθήκες εδάφους.
Η σημασία των ακτινομυκήτων οφείλεται στα εξής (Burns και Martin 1986):
  • έχουν την ικανότητα να διασπούν δύσκολα αποικοδομούμενα οργανικά συστατικά, όπως η λιγνίνη,
  • έχουν ευεργετική επίδραση στη δομή και τις φυσικές ιδιότητες του εδάφους, μέσω της δημιουργίας οργανικών συμπλόκων,
  • ελέγχουν την εξάπλωση των βακτηρίων, μέσω της παραγωγής αντιβιοτικών ουσιών και εξωκυτταρικών ενζύμων,
  • ασκούν μεγάλη επίδραση στο σχηματισμό του χούμου, μέσω της παραγωγής αρωματικών υδρογονανθράκων,
  • έχουν μεγάλη σημασία ως παθογόνα φυτών και ζώων.

ΠΡΩΤΟΖΩΑ


Τα πρωτόζωα ζουν ελεύθερα στο έδαφος και τρέφονται με διαλυτές οργανικές ουσίες και μικροοργανισμούς. Στο έδαφος, συνηθέστατα παρατηρείται σχέση άρπαγα - λείας μεταξύ πρωτόζωων και βακτηρίων, ιδιαίτερα κοντά στις ρίζες των φυτών, το οποίο συνεισφέρει πολύ στον ρυθμό επαναφοράς των βακτηριακών πληθυσμών. Η βοσκή των πρωτόζωων πάνω σε γερασμένες αποικίες βακτηρίων διατηρεί τους πληθυσμούς των βακτηρίων φυσιολογικά νεαρούς και άρα, πιο δραστήριους στην αποικοδόμηση των οργανικών ουσιών και την ανακύκλωση των θρεπτικών στοιχείων. Επίσης, η μεγάλη κινητικότητα των πρωτόζωων στο νερό του εδάφους είναι πιθανό να προμηθεύει τα βακτήρια με αυξημένες ποσότητες διαλυτού οξυγόνου και θρεπτικών ουσιών (Burns και Martin 1986).