Οι μύκητες στην αντιμετώπιση των εντόμων
Τόσο οι εργαστηριακές μελέτες όσο και αυτές στον αγρό σχετικά με την εκτίμηση της χρησιμοποίησης των μυκήτων εναντίον του θρίπα είναι πολύ λίγες. Ενώ οι Entomophthorales μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιηθεί με επιτυχία σε μια κλασσική εναλλακτική μέθοδο καταπολέμησης, όπου οι μύκητες θα μπορούσαν να εξαπολύονται βαθμιαία και να αυτοδιαιρούνται ανάμεσα στον πληθυσμό του θρίπα, προσπάθειες να χρησιμοποιούν αυτά τα παθογόνα έφεραν περιορισμένα αποτελέσματα. Αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να είναι επιτυχής σε πολυετείς καλλιέργειες, σε εποχικές όμως απαιτείται άμεσος περιορισμός του πληθυσμού και των ζημιών στην καλλιέργεια.
Οι μύκητες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως μυκοεντομοκτόνα με στόχο να μεγιστοποιήσουν την αναλογία μόλυνσης και θνησιμότητας μετά από εφαρμογή του μολύσματος. Διαδοχικές επεμβάσεις στη διάρκεια μιας καλλιεργητικής περιόδου είναι ίσως απαραίτητες για θετικά αποτελέσματα (Prior, 1990). Για μια τέτοια στρατηγική, είναι απαραίτητη η φθηνή παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων μολύσματος καθώς και κάποιος τρόπος τυποποίησης που να διευκολύνει εύκολη εφαρμογή των μυκήτων με συμβατικό εξοπλισμό. Προς το παρόν, αυτό περιορίζει τους μύκητες που μπορούν να διακινηθούν με επιτυχία εμπορικά στους Hyphomycetes, με τους οποίους έχουν γίνει οι περισσότερες πειραματικές εργασίες.
Σε παρατηρήσεις που έγιναν για την αποτελεσματικότητα των παθογόνων, πιο συχνά οι μύκητες χρησιμοποιήθηκαν για την καταπολέμηση άλλων εντόμων, όπως αλευρώδεις ή αφίδες σε καλλιέργειες θερμοκηπίου (Van der Schaaf et al., 1991). Σε πειράματα θερμοκηπίου όμως ο Thrips tabaci βρέθηκε ευαίσθητος στον Verticillium lecanii, Beauveria bassiana, Metarhizium anisopliae και P. fumosoroseus (Gillespie, 1986, Fransen, 1990). Οι Vestergaard et al. (1995) και Brownbridge (1995) απέδειξαν ότι οι Verticillium lecanii, Beauveria bassiana, και Metarhizium anisopliae ήταν πιο αποτελεσματικοί στον Frankliniella occidentalis απ’ ότι οι P. fumosoroseus και Paecilomyces farinosus. Επίσης ο Taeniothrips inconsequens είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στους Verticillium lecanii, Beauveria bassiana, και Metarhizium anisopliae (Brownbridge, 1995). Οι μελέτες των Hall et al. (1994) και του Saito (1991) αποδεικνύουν ότι οι Hirsutella sp., P. fumosoroseus και Beauveria bassiana δίνουν καλά αποτελέσματα εναντίον του Thrips palmi. Ο Brownbridge (1994) απέδειξε ότι διαφορετικοί μύκητες, όπως Verticillium lecanii, Beauveria bassiana, και Metarhizium anisopliae, μπορούν να ελέγχουν τους πληθυσμούς του Frankliniella occidentalis σε άνθη χρυσάνθεμου.
Σε πειράματα θερμοκηπίου ο Verticillium lecanii χρησιμοποιήθηκε επιτυχώς στην καταπολέμηση του Thrips tabaci και Frankliniella occidentalis σε αγγούρι και χρυσάνθεμο (Binns et al., 1982, Gillespie, 1986, Helyer et al., 1992). Σε εφαρμογές με Verticillium lecanii που έγιναν για την αντιμετώπιση του αλευρώδη από τους Schraaf et al. (1991) παρατηρήθηκαν ποσοστά μόλυνσης του Frankliniella occidentalis της τάξης του 60% σε αγγουριά. Παρ’ ότι είναι γνωστό ότι η υψηλή σχετική υγρασία είναι σημαντικός παράγοντας για την αποτελεσματικότητα του Verticillium lecanii (Milner and Lutton, 1986), η καταπολέμηση του θρίπα ήταν επιτυχής ακόμα και όταν η σχετική υγρασία έπεσε κάτω από 75% σε καλλιέργεια αγγουριάς. Χρησιμοποιήθηκαν βέβαια υψηλότερες δόσεις για να αντισταθμιστούν οι αρνητικές επιπτώσεις της χαμηλής σχετικής υγρασίας στην αποτελεσματικότητα του παθογόνου.
Σε χρυσάνθεμα όμως η υψηλή υγρασία είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική δράση του Frankliniella occidentalis (Helyer et al., 1992). Η υγρασία στην επιφάνεια του φύλλου φαίνεται να διαφοροποιείται σημαντικά ανάλογα με το είδος του φυτού, έτσι κάποιες παρεμβάσεις είναι απαραίτητες για την ρύθμιση της υγρασίας σε κάποιες καλλιέργειες για να επιτευχθεί αποτελεσματική δράση του μύκητα. Δηλαδή όταν είναι απαραίτητη η χαμηλή θερμοκρασία στην καλλιέργεια για κάποιο λόγο, τότε είναι προτιμότερο να χρησιμοποιούνται σκευάσματα του Beauveria ή Metarhizium (Ramoska, 1984, Marcandier,and Khachatourians, 1987, Lomer et al., 1994).
Πολλά ζημιογόνα είδη σε κάποιο στάδιο του βιολογικού τους κύκλου, διαβιούν στο έδαφος όπως ο Frankliniella occidentalis, Taeniothrips inconsequens, Thrips tabaci και Thrips palmi και σε αυτό το στάδιο όμως το έντομο προσβάλλεται από τους μύκητες. Ο Serman et al. (1994) διαπίστωσε ότι οι εφαρμογές με Verticillium lecanii στο έδαφος ήταν επιτυχείς εναντίον του Frankliniella occidentalis, στο στάδιο αυτό, το επίπεδο όμως παθογένειας μειώθηκε σύντομα σε μη αποστειρωμένο έδαφος (Hitre et al., 1994).
Οι Brownbridge et al. (1994) απέδειξαν ότι ο Metarhizium anisopliae και Beauveria bassiana μπορούν να μειώσουν σημαντικά τους πληθυσμούς του Frankliniella occidentalis σε φυτά σε γλάστρες και ίσως πρέπει να χρησιμοποιούνται ανάλογες φυλές σ’ αυτού του τύπου το περιβάλλον, όπου τα επίπεδα παθογένειας του σκευάσματος διατηρούνται για μακριές περιόδους (Chase et al., 1986, Vanninen and Tyni-Juslin, 1991, Moorehouse et al., 1993). Ο Vestergaard (1995) πέτυχε επίσης ικανοποιητικό έλεγχο του Frankliniella occidentalis σε γλάστρα με κομπόστα και διαπίστωσε ότι ο Metarhizium anisopliae επιβιώνει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε αποστειρωμένο υπόστρωμα απ’ ότι σε κοινό. Προφανώς σε συνθήκες αγρού, οι ανταγωνιστές εδάφους περιορίζουν τη δυνατότητα επιβίωσης του μύκητα.
Τόσο ο Beauveria bassiana όσο και ο Verticillium lecani μελετώνται για την αντιμετώπιση του Taeniothrips inconsequens του γλυκοσφένδαμου (Brownbridge, 1995). Σε πειράματα αγρού, παρατηρήθηκε αύξηση της αποτελεσματικότητας του Beauveria bassiana σε πληθυσμούς εδάφους (ακίνητο στάδιο) του εντόμου σε δασικά εδάφη, προστιθέμενο δε ως υπόστρωμα με κοκκώδη μορφή διατηρήθηκε για περισσότερο από 18 μήνες (M. Brownbridge, αδημοσίευτα στοιχεία).
Τόσο οι εργαστηριακές μελέτες όσο και αυτές στον αγρό σχετικά με την εκτίμηση της χρησιμοποίησης των μυκήτων εναντίον του θρίπα είναι πολύ λίγες. Ενώ οι Entomophthorales μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιηθεί με επιτυχία σε μια κλασσική εναλλακτική μέθοδο καταπολέμησης, όπου οι μύκητες θα μπορούσαν να εξαπολύονται βαθμιαία και να αυτοδιαιρούνται ανάμεσα στον πληθυσμό του θρίπα, προσπάθειες να χρησιμοποιούν αυτά τα παθογόνα έφεραν περιορισμένα αποτελέσματα. Αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να είναι επιτυχής σε πολυετείς καλλιέργειες, σε εποχικές όμως απαιτείται άμεσος περιορισμός του πληθυσμού και των ζημιών στην καλλιέργεια.
Οι μύκητες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως μυκοεντομοκτόνα με στόχο να μεγιστοποιήσουν την αναλογία μόλυνσης και θνησιμότητας μετά από εφαρμογή του μολύσματος. Διαδοχικές επεμβάσεις στη διάρκεια μιας καλλιεργητικής περιόδου είναι ίσως απαραίτητες για θετικά αποτελέσματα (Prior, 1990). Για μια τέτοια στρατηγική, είναι απαραίτητη η φθηνή παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων μολύσματος καθώς και κάποιος τρόπος τυποποίησης που να διευκολύνει εύκολη εφαρμογή των μυκήτων με συμβατικό εξοπλισμό. Προς το παρόν, αυτό περιορίζει τους μύκητες που μπορούν να διακινηθούν με επιτυχία εμπορικά στους Hyphomycetes, με τους οποίους έχουν γίνει οι περισσότερες πειραματικές εργασίες.
Σε παρατηρήσεις που έγιναν για την αποτελεσματικότητα των παθογόνων, πιο συχνά οι μύκητες χρησιμοποιήθηκαν για την καταπολέμηση άλλων εντόμων, όπως αλευρώδεις ή αφίδες σε καλλιέργειες θερμοκηπίου (Van der Schaaf et al., 1991). Σε πειράματα θερμοκηπίου όμως ο Thrips tabaci βρέθηκε ευαίσθητος στον Verticillium lecanii, Beauveria bassiana, Metarhizium anisopliae και P. fumosoroseus (Gillespie, 1986, Fransen, 1990). Οι Vestergaard et al. (1995) και Brownbridge (1995) απέδειξαν ότι οι Verticillium lecanii, Beauveria bassiana, και Metarhizium anisopliae ήταν πιο αποτελεσματικοί στον Frankliniella occidentalis απ’ ότι οι P. fumosoroseus και Paecilomyces farinosus. Επίσης ο Taeniothrips inconsequens είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στους Verticillium lecanii, Beauveria bassiana, και Metarhizium anisopliae (Brownbridge, 1995). Οι μελέτες των Hall et al. (1994) και του Saito (1991) αποδεικνύουν ότι οι Hirsutella sp., P. fumosoroseus και Beauveria bassiana δίνουν καλά αποτελέσματα εναντίον του Thrips palmi. Ο Brownbridge (1994) απέδειξε ότι διαφορετικοί μύκητες, όπως Verticillium lecanii, Beauveria bassiana, και Metarhizium anisopliae, μπορούν να ελέγχουν τους πληθυσμούς του Frankliniella occidentalis σε άνθη χρυσάνθεμου.
Σε πειράματα θερμοκηπίου ο Verticillium lecanii χρησιμοποιήθηκε επιτυχώς στην καταπολέμηση του Thrips tabaci και Frankliniella occidentalis σε αγγούρι και χρυσάνθεμο (Binns et al., 1982, Gillespie, 1986, Helyer et al., 1992). Σε εφαρμογές με Verticillium lecanii που έγιναν για την αντιμετώπιση του αλευρώδη από τους Schraaf et al. (1991) παρατηρήθηκαν ποσοστά μόλυνσης του Frankliniella occidentalis της τάξης του 60% σε αγγουριά. Παρ’ ότι είναι γνωστό ότι η υψηλή σχετική υγρασία είναι σημαντικός παράγοντας για την αποτελεσματικότητα του Verticillium lecanii (Milner and Lutton, 1986), η καταπολέμηση του θρίπα ήταν επιτυχής ακόμα και όταν η σχετική υγρασία έπεσε κάτω από 75% σε καλλιέργεια αγγουριάς. Χρησιμοποιήθηκαν βέβαια υψηλότερες δόσεις για να αντισταθμιστούν οι αρνητικές επιπτώσεις της χαμηλής σχετικής υγρασίας στην αποτελεσματικότητα του παθογόνου.
Σε χρυσάνθεμα όμως η υψηλή υγρασία είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική δράση του Frankliniella occidentalis (Helyer et al., 1992). Η υγρασία στην επιφάνεια του φύλλου φαίνεται να διαφοροποιείται σημαντικά ανάλογα με το είδος του φυτού, έτσι κάποιες παρεμβάσεις είναι απαραίτητες για την ρύθμιση της υγρασίας σε κάποιες καλλιέργειες για να επιτευχθεί αποτελεσματική δράση του μύκητα. Δηλαδή όταν είναι απαραίτητη η χαμηλή θερμοκρασία στην καλλιέργεια για κάποιο λόγο, τότε είναι προτιμότερο να χρησιμοποιούνται σκευάσματα του Beauveria ή Metarhizium (Ramoska, 1984, Marcandier,and Khachatourians, 1987, Lomer et al., 1994).
Πολλά ζημιογόνα είδη σε κάποιο στάδιο του βιολογικού τους κύκλου, διαβιούν στο έδαφος όπως ο Frankliniella occidentalis, Taeniothrips inconsequens, Thrips tabaci και Thrips palmi και σε αυτό το στάδιο όμως το έντομο προσβάλλεται από τους μύκητες. Ο Serman et al. (1994) διαπίστωσε ότι οι εφαρμογές με Verticillium lecanii στο έδαφος ήταν επιτυχείς εναντίον του Frankliniella occidentalis, στο στάδιο αυτό, το επίπεδο όμως παθογένειας μειώθηκε σύντομα σε μη αποστειρωμένο έδαφος (Hitre et al., 1994).
Οι Brownbridge et al. (1994) απέδειξαν ότι ο Metarhizium anisopliae και Beauveria bassiana μπορούν να μειώσουν σημαντικά τους πληθυσμούς του Frankliniella occidentalis σε φυτά σε γλάστρες και ίσως πρέπει να χρησιμοποιούνται ανάλογες φυλές σ’ αυτού του τύπου το περιβάλλον, όπου τα επίπεδα παθογένειας του σκευάσματος διατηρούνται για μακριές περιόδους (Chase et al., 1986, Vanninen and Tyni-Juslin, 1991, Moorehouse et al., 1993). Ο Vestergaard (1995) πέτυχε επίσης ικανοποιητικό έλεγχο του Frankliniella occidentalis σε γλάστρα με κομπόστα και διαπίστωσε ότι ο Metarhizium anisopliae επιβιώνει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε αποστειρωμένο υπόστρωμα απ’ ότι σε κοινό. Προφανώς σε συνθήκες αγρού, οι ανταγωνιστές εδάφους περιορίζουν τη δυνατότητα επιβίωσης του μύκητα.
Τόσο ο Beauveria bassiana όσο και ο Verticillium lecani μελετώνται για την αντιμετώπιση του Taeniothrips inconsequens του γλυκοσφένδαμου (Brownbridge, 1995). Σε πειράματα αγρού, παρατηρήθηκε αύξηση της αποτελεσματικότητας του Beauveria bassiana σε πληθυσμούς εδάφους (ακίνητο στάδιο) του εντόμου σε δασικά εδάφη, προστιθέμενο δε ως υπόστρωμα με κοκκώδη μορφή διατηρήθηκε για περισσότερο από 18 μήνες (M. Brownbridge, αδημοσίευτα στοιχεία).